Χθες συζητήθηκε η επίκαιρη επερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ προς τους Υπουργούς Ανάπτυξης και Εξωτερικών με θέμα τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων ΗΠΑ-ΕΕ (TTIP). Η αξιωματική αντιπολίτευση καταγγέλλει την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης και την πρωτοφανή αδιαφάνεια που διέπει τόσο το περιεχόμενο της Συμφωνίας όσο και τη διαδικασία διαπραγμάτευσής της και ζητά την άμεση διακοπή των συνομιλιών και την ενημέρωση του ελληνικού και των άλλων κοινοβουλίων της ΕΕ.
Οι ομιλητές όλων των κομμάτων ανεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένων αυτών της συγκυβέρνησης, αναγνώρισαν την καθοριστική σημασία του υπό συζήτηση θέματος καθώς και την ανάγκη συνεχούς ενημέρωσης και επαγρύπνησης της εθνικής αντιπροσωπείας για την εξέλιξή του. Πρώτη φορά συζητήθηκαν στη Βουλή όλοι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για την Ελλάδα και την ΕΕ από τη Συμφωνία TTIP, η οποία αφενός θα έχει ευρύτατες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις και αφετέρου θα αλλοιώσει τον ίδιο τον θεσμικό πυρήνα της ΕΕ παρέχοντας στις πολυεθνικές εταιρείες εκατέρωθεν του Ατλαντικού το δικαίωμα να ενάγουν κυρίαρχες κυβερνήσεις για διαφυγόντα κέρδη αλλά και γνωμοδοτικό ρόλο στη νομοθετική διαδικασία.
Σημαντικό προϊόν της συζήτησης είναι η παραδοχή εκ μέρους του Υφυπουργού Ανάπτυξης Νότη Μηταράκη ότι η ελληνική κυβέρνηση, σε αντίθεση με την Κομισιόν, θεωρεί ότι η TTIP πρέπει να χαρακτηριστεί ως «Μεικτή Συμφωνία» κατά τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, κάτι που σημαίνει ότι προκειμένου να ισχύσει πρέπει πρώτα να επικυρωθεί από όλα τα Εθνικά Κοινοβούλια της ΕΕ και όχι μόνο από το Ευρωκοινοβούλιο.
Ο κ. Μηταράκης χαιρέτισε την πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ για την ενημέρωση της Βουλής αλλά απέφυγε επιμόνως να πάρει θέση πάνω σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα της Συμφωνίας, λέγοντας ότι «η διαπραγμάτευση είναι σε εξέλιξη, δεν υπάρχει τελικό κείμενο». Χαρακτήρισε, δε, την ανησυχία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για τις προβλέψεις της Συμφωνίας ως κινδυνολογία, την ίδια στιγμή που ο ίδιος επιχειρηματολογούσε ότι το αίτημα για διακοπή των συνομιλιών ισοδυναμεί με αίτημα για έξοδο από την ΕΕ. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ κ. Γρηγοράκος αναγνώρισε την αξία και την αρτιότητα του κειμένου της επερώτησης, αλλά έψεξε τον ΣΥΡΙΖΑ για τη μεγάλη του έκταση καθώς και για το ότι, όπως είπε, δεν αφορά ένα επίκαιρο ζήτημα. Όσον αφορά το τελευταίο, οι κ.κ. Σταθάκης και Στρατούλης απάντησαν πως η κατάθεση της επερώτησης του ΣΥΡΙΖΑ συνέπεσε με την απόφαση της Κομισιόν, που ελήφθη ως αποτέλεσμα της πανευρωπαϊκής κατακραυγής για την έλλειψη διαφάνειας, να δώσει επιτέλους στη δημοσιότητα τη διαπραγματευτική εντολή που είχε λάβει από το Συμβούλιο της ΕΕ, αλλά και με την Πανευρωπαϊκή Ημέρα Δράσης ενάντια στην TTIP. Όταν οι βουλευτές της κυβέρνησης αμφισβήτησαν την αμεροληψία των οικονομικών μελετών που επικαλέστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι οποίες υποδεικνύουν ότι το αναπτυξιακό και εργασιακό όφελος από τη Συμφωνία είναι ανάξιο λόγου, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έφεραν ως παράδειγμα τη NAFTA, την ανάλογη συμφωνία που υπογράφηκε προ εικοσαετίας από ΗΠΑ, Καναδά και Μεξικό, η οποία απέτυχε παταγωδώς να εκπληρώσει τα υπεσχημένα. Τελικά, ο κ. Μηταράκης αναφέρθηκε στην TTIP ως «ένα πετραδάκι στην ανόρθωση της οικονομίας» και πρόσθεσε ότι θα συμβάλλει στην ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών, της ναυτιλίας και του τουρισμού, παρότι ο τουριστικός τομέας εξαιρείται τελείως από την TTIP.
Ακολουθεί περίληψη των ομιλιών των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ:
Ο εισηγητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργος Σταθάκης ενέταξε την ΤΤIP στο ιστορικό πλαίσιο των εμπορικών συμφωνιών από τη δεκαετία του ’90 και επικαλούμενος την αποτυχία των συνομιλιών του λεγόμενου Γύρου της Ντόχα τόνισε ότι τα όσα προβλέπει δεν είχαν γίνει αποδεκτά τότε, κατά τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Επισήμανε ότι η καινοτομία που επιδιώκει να εισάγει η Συμφωνία είναι η δυνατότητα των εταιρειών να ενάγουν κυρίαρχα κράτη, θεμελιώνοντας έτσι την πρωτοκαθεδρία του δικαίου του ιδιώτη έναντι του κράτους. Στη συνέχεια επέκρινε την πρωτοφανή αδιαφάνεια των διαπραγματεύσεων και επισήμανε ότι η Συμφωνία προωθεί την εμπορευματοποίηση της Παιδείας και της Υγείας. Τόνισε, τέλος, ότι συνιστά σημαντική υποχώρηση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο σε ζητήματα περιβαλλοντικής και κοινωνικής προστασίας.
Ο Αλέξης Μητρόπουλος τόνισε ότι με αυτή τη Συμφωνία το κεφάλαιο παίρνει την ολοκληρωτική εκδίκησή του από τους λαούς μετά την κατάρρευση «του αντίπαλου δέους», δηλαδή του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και της μακράς σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, που είχαν καταστήσει την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία της ατομικής ιδιοκτησίας και του κοινωνικού κράτους έναν συμβατό τρόπο ζωής, στον οποίο είχαν αμβλυνθεί οι ταξικές συγκρούσεις και είχε επιβραδυνθεί η διαδικασία της άγριας κεφαλαιακής συσσώρευσης. Κατήγγειλε επίσης την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία «ποτέ δεν έδρασε τόσο απροκάλυπτα εναντίον των ευρωπαϊκών λαών όσο στη συγκεκριμένη περίπτωση».
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου στηλίτευσε την απαξιωτική προς τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς στάση της συγκυβέρνησης, η οποία εκπροσωπήθηκε από έναν υφυπουργό στη συζήτηση της επίκαιρης επερώτησης του ΣΥΡΙΖΑ που απευθυνόταν σε δύο Υπουργεία και αφορούσε, κατά παραδοχή όλων των κομμάτων, ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για το οποίο υπάρχει ανάγκη ενημέρωσης του ελληνικού λαού. Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στην απουσία του Υπουργού Εξωτερικών, προς τον οποίο απευθυνόταν συγκεκριμένο ερώτημα της επερώτησης. Η βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε μετ’ επιτάσεως στον κ. Μηταράκη το ερώτημα «ποια είναι η στρατηγική της κυβέρνησης στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση» που αφορά την «προστασία επενδυτών» και άλλες καίριες ρυθμίσεις, χωρίς να λάβει άλλη απάντηση πέραν της αποστροφής του Υφυπουργού «δεν παραχωρούμε κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας».
Ο Δημήτρης Στρατούλης τόνισε ότι το περιεχόμενο του σχεδίου της εν λόγω Συμφωνίας είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των μεγάλων πολυεθνικών. Αν η συνθήκη αυτή εγκριθεί και εφαρμοστεί, είπε, τότε κάθε μία από τις 75.000 πολυεθνικές των ΗΠΑ και της ΕΕ θα μπορεί να σύρει σε διεθνή διαιτητικά δικαστήρια οποιαδήποτε κυβέρνηση, αξιώνοντας γενναίες αποζημιώσεις για κάθε είδους μέτρα ή νόμους που αυξάνουν τα ημερομίσθια, περιορίζουν τον χρόνο εργασίας και ενισχύουν τις συλλογικές συμβάσεις, καθώς και για ρήτρες προστασίας του περιβάλλοντος, υψηλά στάνταρντ υγειονομικών ελέγχων, ακόμα και για υποτιθέμενες ζημιές από απεργίες. Επισήμανε επίσης τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου που έχει κρατήσει στο σκοτάδι τον ελληνικό λαό και την Βουλή των Ελλήνων. «Το ελάχιστο που απαιτείται είναι η πλήρης ενημέρωση της κοινής γνώμης και η εξονυχιστική συζήτηση του προβλήματος στο ελληνικό κοινοβούλιο, που θα πρέπει να απορρίψει αυτή τη Συμφωνία», πρόσθεσε.
Ο επικεφαλής της ΕΕΚΕ Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Ξανθός αναφέρθηκε στις δυσμενείς συνέπειες της Συμφωνίας για τη δημόσια υγεία. Επισήμανε ότι η TTIP προωθεί την ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας, που όπου έχει εφαρμοσθεί είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, συρρίκνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και επιδείνωση των δεικτών υγείας του πληθυσμού. Ανέδειξε επίσης τον κίνδυνο για την πρόσβαση των ασθενών σε αναγκαία φάρμακα αλλά και για τη φαρμακευτική καινοτομία επ’ ωφελεία του συνόλου του πληθυσμού, που συνιστά η προωθούμενη από τη Συμφωνία αυστηροποίηση και επέκταση της νομοθεσίας για τα πνευματικά δικαιώματα που θα συμπεριλαμβάνει και τα δεδομένα των κλινικών ερευνών.
Ο Θανάσης Πετράκος ανέλυσε τις ιδιαίτερα καταστροφικές συνέπειες της Συμφωνίας για τους Έλληνες αγρότες και την ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία. Τόνισε ότι περισσότερο θα πληγούν τα εθνικά μας προϊόντα, το ελαιόλαδο και τα μήλα, λόγω της κατάργησης των δασμών, αλλά και τα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ με σημαντικότερα τη φέτα και τις ελιές Καλαμάτας. Επεσήμανε επίσης ότι οι πολυεθνικές των μεταλλαγμένων θα έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν στα κράτη την καλλιέργειά τους με το φόβητρο των αγωγών στα εταιρικά διαιτητικά δικαστήρια τα οποία θεσπίζει η Συμφωνία. Τέλος, ζήτησε να σταματήσουν οι συνομιλίες τώρα και να αποφανθούν τα κοινοβούλια και οι λαοί με δημοψήφισμα.
Ο Απόστολος Αλεξόπουλος τόνισε ότι «η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει δημόσια ότι η Συμφωνία θα ασκήσει περισσότερες πιέσεις στο περιβάλλον καθώς θα υπονομεύσει βασικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς εντός ΕΕ, οι οποίοι εγγυώνται πολύ υψηλότερα επίπεδα ασφαλείας από εκείνα των ΗΠΑ». Επισήμανε επίσης ότι η εφαρμογή της Συμφωνίας θα έχει ως αποτέλεσμα την εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων υδρογονανθράκων από τις ΗΠΑ στην ΕΕ, η καύση των οποίων θα επιβαρύνει την ατμόσφαιρα με αντίστοιχες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, σε αντίθεση με τις δεσμεύσεις της ίδιας της ΕΕ για μείωση των εκπομπών αερίων στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Επίσης ότι οι στόχοι της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που διέπονται από κανονισμούς αυστηρότερους των ΗΠΑ, έχουν μπει στο στόχαστρο των παραγωγών από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι οποίοι, ταυτόχρονα, προσπαθούν να επιβάλλουν ευνοϊκά ρυθμιστικά καθεστώτα για την εξαγωγή «βρώμικου» καναδικού πετρελαίου και σχιστολιθικού αερίου.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτης Κουρουμπλής τόνισε ότι τα πολιτικά κόμματα και ο ελληνικός λαός έχουν δικαίωμα στην ενημέρωση για τη σημαντικότατη αυτή Συμφωνία. «Αν η Συμφωνία είναι τόσο ωφέλιμη όσο λέτε, προς τι η μυστικότητα και η απουσία αιρετών αντιπροσώπων από τις διαπραγματεύσεις;», αναρωτήθηκε. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην πραγματική στόχευση της TTIP, που αφορά μακροπρόθεσμους γεωοικονομικούς σχεδιασμούς της Δύσης εν όψει του εντεινόμενου ανταγωνισμού από τις χώρες των BRICS, αλλά και τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ενεργειακής απεξάρτησης της ΕΕ από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ο κ. Κουρουμπλής επιβεβαίωσε την προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ στο όραμα μιας Ευρώπης που βρίσκεται στον αντίποδα των όσων προβλέπει η Διατλαντική Συμφωνία, «μιας Ευρώπης της αλληλεγγύης, του νομικού, περιβαλλοντικού και εργασιακού πολιτισμού», όπως είπε. Αναγνώρισε, τέλος, ως θετική τη θέση της κυβέρνησης να χαρακτηρισθεί η TTIP ως Μεικτή Συμφωνία, που σημαίνει ότι θα πρέπει να επικυρωθεί και από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.