H Ελλάδα πρέπει τώρα να απαιτήσει αυτά που της οφείλονται, αρχίζοντας από το κατοχικό δάνειο, που είναι η πλέον νομικά κατοχυρωμένη αξίωσή της.
Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τις οφειλές της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας. Κάποιοι θέλησαν να ανακινήσουν το ζήτημα με αφορμή τα μνημόνια ή την προβληματική διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους εκ μέρους της ΕΕ, σε μια λογική συμψηφισμού. Άλλοι, ακόμα κι εδώ στην Ελλάδα, λένε ότι είναι γελοίο να απαιτούμε σήμερα αποζημιώσεις για ζημίες που υποστήκαμε πριν από τόσες δεκαετίες. Οι γερμανικές αρχές, από την άλλη, έχουν υποστηρίξει άλλοτε ότι η Ελλάδα έχει παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις κι άλλοτε ότι αυτές έχουν παραγραφεί.
Τα παραπάνω, εσκεμμένα ή αθέλητα, συντηρούν διάφορους μύθους που περιβάλλουν το ζήτημα των ελληνικών αξιώσεων. Είναι σημαντικό, τόσο για τους πολίτες όσο και για το πολιτικό σύστημα, να αποσαφηνισθούν και να διαχωριστούν οι ηθικές, νομικές και πολιτικές διαστάσεις του θέματος. Ένα πολύ ουσιαστικό βήμα έγινε με το πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών, που δημοσιεύτηκε το 2016. Μέχρι να φτάσουμε εκεί διανύσαμε μακρά πορεία.
Από το 1944 ο υπάλληλος του Γενικού Λογιστηρίου με αρμοδιότητα τις οικονομικές σχέσεις της Ελλάδας με τις κατοχικές αρχές Ιωάννης Λαμπρούκος συντάσσει λεπτομερή Έκθεση με τα ποσά που κατέβαλλε η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του αναγκαστικού δανείου. Το 1946 η Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων αναγνώρισε στην Ελλάδα δικαίωμα αποζημίωσης ύψους 7,1 εκατ. δολαρίων με την ισοτιμία του 1938, όμως το 1953 η Συμφωνία του Λονδίνου προβλέπει ότι το ζήτημα της καταβολής γερμανικών πολεμικών οφειλών αναβάλλεται μέχρι την επανένωση των δύο Γερμανιών, αν και όποτε αυτή συμβεί. Με τη διμερή Συνθήκη της Βόννης, διακρατική συμφωνία του 1960 για επανορθώσεις εξαιρούμενες από τη Συμφωνία του Λονδίνου, η Γερμανία συμφωνεί να δώσει στην Ελλάδα 115 εκατ. μάρκα, ενώ στη σχετική σύμβαση αναφέρεται ότι η Ελλάδα δεν παραιτείται από τις πολεμικές αποζημιώσεις και το δάνειο.
Το 1964 η Ελλάδα θέτει το ζήτημα του κατοχικού δανείου. Η πρώτη απάντηση την οποία εισπράττει είναι ότι η κυβέρνηση Καραμανλή είχε νωρίτερα παραιτηθεί από την αξίωση. Ένα χρόνο αργότερα, η Γερμανία αναγνωρίζει ότι η παραίτηση -προφορική ή γραπτή- δεν υπάρχει και αναθεωρεί. Μετά την επανένωση της Γερμανίας, η κυβέρνηση Παπανδρέου επαναφέρει τις ελληνικές αξιώσεις με ρηματική διακοίνωση το 1995. Έκτοτε υπήρξαν διάφορες αναφορές στο ζήτημα, χωρίς όμως να παρθεί απόφαση για συντονισμένη δράση.
Το 2012 με πρωτοβουλία του υπογράφοντος 27 βουλευτές κατέθεσαν με βάση το άρθρο 41Α αίτηση κλήσης ενώπιον των τριών αρμόδιων Επιτροπών της Βουλής των τότε Υπουργών Οικονομικών, Εξωτερικών, Εθνικής Άμυνας και Δικαιοσύνης, ώστε να τοποθετηθούν για τις γερμανικές οφειλές. Στη συνεδρίαση, στην οποία συμμετείχαν οι εκπρόσωποι του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης υπό τον κ. Γλέζο και την κα Σταμούλη, λήφθηκε η απόφαση που οδήγησε στη συγκρότηση της Διακομματικής Επιτροπής από την επόμενη Βουλή.
Η αναντίρρητη πραγματικότητα έχει ως εξής: Είναι αλήθεια ότι στο παρελθόν η Ελλάδα δεν διεκδίκησε μεθοδικά και με συνεπή ένταση την καταβολή των οφειλών, κι αυτό οφείλεται σε διεθνείς κι εγχώριες συγκυρίες. Όμως η χώρα ποτέ δεν παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της.
Στην Κατοχή έχασαν τη ζωή τους πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες, η χώρα εξαθλιώθηκε οικονομικά, οι υποδομές της καταστράφηκαν, πάνω από 100 χωριά λεηλατήθηκαν και κάηκαν, ενώ ο άμαχος πληθυσμός υπέστη μαζικές εκτελέσεις και θηριωδίες ως αποτέλεσμα της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή. Οι οφειλές της Γερμανίας συνίστανται σε: α) πολεμικές αποζημιώσεις για τις υλικές καταστροφές και διαρπαγές, β) πολεμικές επανορθώσεις των θυμάτων και των συγγενών τους, γ) αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και δ) επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών και εκκλησιαστικών κειμηλίων. Όλες οι ελληνικές αξιώσεις είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες.
Στον απόηχο του πορίσματος της Βουλής και της σταθεροποίησης της χώρας μετά την περιπέτεια των μνημονίων, η Ελλάδα πρέπει τώρα να απαιτήσει αυτά που της οφείλονται, αρχίζοντας από το κατοχικό δάνειο, που είναι η πλέον νομικά κατοχυρωμένη αξίωσή της.